- πρυτανῖτις
- πρῠτᾰν-ῖτις, ιδος, as title of Ἑστία,= πρυτανεία (B), Herm.Hist.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρυτανίτις — ίτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής θεάς Εστίας, πρυτανεία* (II). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πρυτανεία (ΙΙ) κατά τα θηλ. σε ῖτις] … Dictionary of Greek
πρυτανίτιδος — πρυτανί̱τιδος , πρυτανῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)